- μηρίον
- μηρίαthigh-bonesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηρίον — μηρίον, τὸ (ΑΜ, Μ και μηρίν) βλ. μερί … Dictionary of Greek
Rennratten — Mongolische Rennmaus (Meriones unguiculatus) Systematik Überfamilie: Mäuseartige (Muroidea) … Deutsch Wikipedia
μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… … Dictionary of Greek
μηρί — το (ΑΜ μηρίον, Μ και μηρί και μηρίν) βλ. μερί … Dictionary of Greek
χοιρομέρι — το, και παλ. λόγιος τ. χοιρομήριο(ν) Ν χοιρινό μπούτι διατηρημένο με αλάτι και κάπνισμα, ζαμπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + μηρίον / μερί (< μηρός)] … Dictionary of Greek
ԱԶԴՐ — (դեր, րաց.) NBH 1 0010 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 12c ԱԶԴՐ գրի եւ ԱՍՏՐ. μηρός, μηρίον, σκέλος , femur, crus, ilium Մասն կենդանւոյ ʼի միջաց եւ ʼի վայր՝ մինչեւ ʼի ծունկս եւ ցոլոգս. զիստ. երանք. բարձք. պուտ, ույլուգ, պալտըր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՐԱՆՔ — (նաց, նօք. դուն ուրեք եւ Երան, ի աւ.) NBH 1 0669 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c գ. μηρίον, μηρία ilia, ilium, femur ὁσφύς lumbus Երեւելի մասն ի մարմնի կից ընդ համանուն մասունսդ Երի, Երիկամունք, Երաստան, եւ Առականք, հանդերձ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄՍԱՆ — (ի, աց. մսանունք նանց.) NBH 2 0302 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c գ. ՄՍԱՆ կամ ՄՍԱՆՈՒՆՔ. μηρίον, μηρός ile, ilium, ilia ὁσφύς lumbus, coxa ὅσχεος, ὁσχέα, ον scrotum. Ասի եւ ՄԿԱՆ. ըստ որում ʼի յն. մի՛ս է մուկն. եւ պրս. միյան,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)